
Η Αλίκη Αρούχ ζει στη Θεσσαλονίκη και είναι μητέρα ενός έφηβου γιού.
Είναι απόφοιτος του Αμερικανικού Κολλεγίου Ανατόλια.
Μετά από μια 20ετή καριέρα στο χώρο των εξαγωγών ετοίμων ενδυμάτων εγκατέλειψε το εμπόριο, πριν την εγκαταλείψει εκείνο!
Σήμερα εργάζεται στο Αρχείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης.
Ο εθελοντισμός αποτελεί πάντα αναπόσπαστο κομμάτι στη ζωή της. Είναι μέλος διαφόρων οργανώσεων αλλά και οπαδός. Αγαπά το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ και το στίβο.
Αιώνια μαθήτρια γιόγκα, χορών Λάτιν και Αργεντίνικου τανγκό.
Λάτρης των βιβλίων , της γραφής και της ανάγνωσης.
Τα τελευταία χρόνια ασχολείται ερασιτεχνικά με το Νευρογλωσσικό προγραμματισμό, το νόμο της έλξης και τη μεταφυσική. Παρακολουθεί τακτικά σεμινάρια και μαθήματα αυτογνωσίας και αυτοβελτίωσης.
Έχει γράψει το διήγημα «Τιρκουάζ καρό πιτζάμες» με το οποίο, τον Οκτώβριο του 2011, κατέκτησε το πρώτο βραβείο στο Διαγωνισμό Συγγραφής της Μαρίας Γούσιου.
«Τιρκουάζ καρό πιτζάμες»
Επίμονα σου ζητώ μια συνάντηση. Προφανώς, ο λόγος είναι σημαντικός. Προτιμώ να σου μιλήσω από κοντά, ιδιαιτέρως. Ελπίζω πως θα καταφέρεις να βρεις έναν τρόπο να μου παραχωρήσεις λίγο από τον τόσο πολύτιμο χρόνο σου το συντομότερο δυνατόν.
Σ’ ευχαριστώ.
* * *
Γεννήθηκα στις 15 Ιουνίου του 1969. Λίγο πριν τα σαράντα, μηδένισα. Στις 6 Μαΐου του 2009 γεννήθηκα πάλι. Είμαι δύο χρονών. Τι ξέρεις για τη μέρα που πέθανα;
Μόλις χτες ήταν που γυρίσαμε από την εκδρομή. Νιώθω εξαντλημένη. Λίγο το πένθος, λίγο τα προβλήματα, οι ευθύνες, οι αγωνίες… Δεν έπρεπε ν’ ανέβω στα Μετέωρα και μετά να κάνω πεζοπορία τόσα χιλιόμετρα, αλλά νά, ξέγνοιασα με τους φίλους και τα φαγοπότια κι ελάφρυνα μια στάλα με την παρουσία τόσων αγαπημένων προσώπων. Γέμισαν λίγο οι μπαταρίες μου από την ενέργεια της φύσης και των παιδιών. Μ’ άρεσε που σ’ έβλεπα, ακόμα και χωρίς να μιλάμε. Μ’ άρεσε που κινούμασταν στους ίδιους χώρους. Που ανασαίναμε τον ίδιο αέρα. Κι ας ένιωθα πως με απέφευγες…
Όλα μαζεμένα ήρθαν. Ενός κακού μύρια έπονται, δε λένε; Το λένε. Πρώτα τα χρέη, μετά η κατάθλιψη, μετά το διαζύγιο. Η ανεργία, οι ευθύνες του παιδιού όλες πάνω μου. Ο καρκίνος και οι χημειοθεραπείες της μαμάς, ο ξαφνικός θάνατος του μπαμπά. Πλεγμένο ανάμεσα σ’ όλα, μαζί κι ενδιάμεσα, ένα διακριτικό παιχνιδιάρικο φλερτ, μια μικρή φωτεινή ηλιαχτίδα μέσα στην καθημερινότητά μου. Αθώες τυχαίες συναντήσεις με παιχνιδιάρικη διάθεση. Κι ένας ερωτισμός, ένας ερωτισμός που ξυπνά από βαθύ λήθαργο. Μια αγκαλιά ασφαλής που φτάνω μα δεν έχω. Χέρια που με αγγίζουν, μου βάζουν φωτιά κι αποτραβιούνται. Μάτια που με κοιτάνε με τρυφερότητα και προσήλωση. Λόγια που τα σβήνουν όλα. Ένα βήμα μπρος, δύο πίσω. Γλυκιά προσμονή. Παλίρροια και άμπωτη σε σώμα και μυαλό. Κι ύστερα όλο αυτό το τίποτε, το λίγο, το καθόλου, όλο χαμένο. Ξεγραμμένο με δυο λέξεις. «Κλείσ’ το, σφράγισε το!» Αν το έβλεπες σενάριο σε σαπουνόπερα, θα έλεγες τον σεναριογράφο υπερβολικό τρελό και θ’ άλλαζες κανάλι.
Είπα, «θα το ξεπεράσω», όπως λέμε θα βγω μια βόλτα να πάρω αέρα. Έτσι κι αλλιώς φαίνεται να είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μου.
Α, δεν σηκώθηκα καλά σήμερα. Θα κρύωσα στην εκδρομή. Ίσως να με πείραξε κάτι που έφαγα. Ζαλίζομαι και δεν έχω καθόλου δύναμη. Λέω να ξαπλώσω πάλι. Πραγματικά δε νιώθω καλά. Σα να λιποθυμάω, νομίζω. Να φωνάξω τη μαμά, να πάρω ένα γιατρό; Τι γίνεται; Έρχομαι και φεύγω. Παλίρροια και άμπωτη κι εδώ. Και τηλέφωνα. Και κουδούνια. Και φωνές. Κάντε λίγο ησυχία, σας παρακαλώ! Να μην ξυπνήσει το παιδί! Νομίζω πως είμαι εξαντλημένη από το πένθος και την κούραση. Να κοιμηθώ λιγάκι θέλω, αυτό μόνο, αλλά πονάω. Ο πόνος στον αριστερό μου καρπό έχει γίνει αφόρητος και εξαπλώνεται μέχρι την ωμοπλάτη. Κανένας γιατρός δεν έρχεται. Έχουν πολλή δουλειά όλοι. Τουλάχιστον ας πουν απ’ το τηλέφωνο κάτι, γιατί χειροτερεύω. Δυσκολεύομαι ν’ ανασάνω. Δεν ανοίγετε κάνα παράθυρο; Λες να πεθαίνω; Ωραίο αστείο!
Α, νά! Πάνω που έλεγα πως πεθαίνω αβοήθητη στο κέντρο της μεγαλούπολης, αυγή του 21ου αιώνα, ήρθε ένας γιατρός — τι γιατρός δηλαδή, γιατρουδάκι… ειδικευόμενος. Βγάζει τα εργαλεία του, ένα σωρό χαζογκάτζετ. Μέχρι και φορητό καρδιογράφο έχει φέρει — μη χειρότερα! Τι να τον κάνει; Μήπως νομίζει ότι εξετάζει καμιά γιαγιά;
Τον χαζεύω απαθής. Εκείνος, ψύχραιμος εξετάζει, λιγότερο ψύχραιμος δίνει οδηγίες, έκπληκτος ψελλίζει : «Έχω έμφραγμα εν εξελίξει!»
Με ακούω που γελάω. Δεν είναι έμφραγμα, καλέ μου κύριε, απλά ράγισε η καρδιά μου λίγο. Ξεκαρδίζομαι, μα πολλές-πολλές δυνάμεις δεν έχω. Έρχομαι και φεύγω.
* * *
Ο μισός εαυτός μου ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ο άλλος αιωρείται στο ταβάνι μέσα σ’ ένα όμορφο γαλάζιο βαμβακένιο συννεφάκι. Γιατί πήγα κι έκατσα στην αριστερή γωνιά του ταβανιού ακριβώς πάνω από το παράθυρο; Η αλήθεια είναι πως βλέπω τέλεια από κει πάνω: τον γιατρό που τρέχει μέσα-έξω στο δωμάτιο, τη μαμά που στέκεται και με κοιτάει πανικόβλητη, το παιδί που αγουροξυπνημένο έχει σαστίσει και ρωτάει τι συνέβη, την αφεντιά μου στο κρεβάτι με τις τιρκουάζ καρό καλοκαιρινές πιτζάμες, χλομή, κάτασπρη, τόσο ήρεμη και γαλήνια! Καθόλου δεν πονάω τώρα. Όλα είναι τόσο ήσυχα, τόσο απαλά, τόσο ειρηνικά. Είναι λίγο ενοχλητικό που έρχομαι και φεύγω. Αυτός ο άλλος μου εαυτός στη γωνιά του ταβανιού αποσπά την προσοχή μου απ’ αυτά που πρέπει να κάνω εδώ. Ευτυχώς, όλοι είναι στις θέσεις τους. Θείοι και φίλοι καταφτάνουν στο σπίτι. Δε θυμάμαι να έχω καμιά εκκρεμότητα για σήμερα. Έτσι κι αλλιώς είμαι άνεργη, το παιδί έχει εδώ τη γιαγιά του. Όλα τα υπόλοιπα είναι μια χαρά. Αχ, και να σ’ είχα εδώ κοντά μου! Μόνο αυτό! Είναι τόσα αυτά που δεν έχω προλάβει να σου πω! Γιατί δεν επέμεινα περισσότερο να σε συναντήσω; Πώς κάθισα με σταυρωμένα τα χέρια και σ’ άκουγα να λες, «Κλείσ’ το. Σφράγισε το»; Είπα θα σε ξεπεράσω. «Σιγά το δύσκολο», είπες κι εσύ, «θα βρεις ένα σωρό καλύτερους από μένα». Σου χαμογέλασα, έκανα μεταβολή κι έφυγα τινάζοντας τα μαλλιά μου χαριτωμένα και ανάλαφρα σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
«Θα σε ξεπεράσω», όπως λέμε θα γίνω καλά, θα βρω δουλειά, θα χάσω κιλά, θα ανακαινίσω το σπίτι, θα γίνω καλύτερη μαμά…
Πολύ θα ’θελα να σε δω άλλη μια φορά. Μετανιώνω που δεν επέμεινα. Πρέπει να προλάβω. Ζητώ απεγνωσμένα να σε βρει κάποιος και γλιστράω. Γλιστράω απαλά πάνω σε μια τσουλήθρα. Είναι δροσερή και πολύ διασκεδαστική. Πηγαίνει απ’ το κρεβάτι στο ταβάνι. Τσουλάω ανεβαίνοντας. Γλιστράω γελώντας! Α, ναι! Τώρα το νιώθω ότι φεύγω πραγματικά. Ο εαυτός μου στο ταβάνι είναι τόσο όμορφος! Είμαι στεφανωμένη με μια θαυμάσια ασημόλευκη αύρα που κάνει τα μαλλιά μου να φαίνονται ακόμα πιο ξανθά! Μοιάζω με άγγελο, αλλά ξέρω πως είμαι εγώ. Ο άγγελος-εαυτός μου απλώνει το χέρι με γλυκιά προσδοκία. Κι εγώ γλιστράω αέρινα προς τα κει σα να χορεύω.
Μια τελευταία ματιά να ρίξω στο σώμα μου, αυτό, το ξαπλωμένο στο κρεβάτι, με τις τιρκουάζ καρό πιτζάμες. Εκεί είναι. Το βλέπω. Τι θα γίνει αν φύγω; Είμαι δεμένη μαζί του μ’ ένα ασημένιο κορδόνι. Ο άγγελος-εαυτός λέει, «Δεν πειράζει, το κόβω εγώ το κορδόνι». Στάσου, δεν έχω αφήσει οδηγίες για καύση, ούτε για δωρεά οργάνων! Τι δωρεά δηλαδή… ποιος να την θέλει μια ραγισμένη καρδιά… «Μη σε νοιάζει», λέει πάλι ο άγγελος-εαυτός, «ξέρουν οι δικοί μας τι θα κάνουν. Δες, έξω στο σαλόνι ένας ραβίνος ήρθε και προσεύχεται. Όλα θα γίνουν καθώς πρέπει. Ξέχνα τις επαναστατικές ιδέες για καύση και δώρα», με μαλώνει. Κάτι τελευταίο πριν φύγω, σε παρακαλώ. Θέλω να προλάβω να του μιλήσω πάλι. Να τον κάνω να καταλάβει. Δεν με πίστευε, ξέρεις! Ο άγγελος-εαυτός γελάει. «Μα ξέρει, καλή μου… Καταλαβαίνει! Το εμπέδωσε τον περασμένο Φλεβάρη με την εξομολόγηση που του έκανες. Θα τον πέθαινες τον άνθρωπο στα καλά καθούμενα! Τι άλλο θες; Πάμε. Φτάνει!» Ουφ, εντάξει, έρχομαι! Δε δικαιούμαι μια τελευταία επιθυμία; Θέλω και να τον αγκαλιάσω. Είμαι τόσο κουρασμένη… Ν’ ακουμπήσω λίγο το κεφάλι μου επάνω του και ν’ ακούσω τον χτύπο της καρδιάς του. «Γιατί, βρε χρυσή μου, δεν τα έκανες όλα αυτά όσο άντεχε η δική σου καρδιά; Τι ν’ ακούσεις από τη δική του; Το πολύ-πολύ να χτυπάει σαν το ringtone του κινητού του. Άσ’ το, να πάει. Ώρα που βρήκες!» Εντάξει, έρχομαι… Μία τελευταία ματιά να ρίξω, μήπως ξέχασα κάτι. Και νά εκεί, δίπλα στο ξαπλωμένο σώμα, τα μάτια. Μόνα τους, πράσινα, βελούδινα. Δυο μάτια μόνα. Μ’ ένα βλέμμα βουβής ικεσίας ανάμεικτης, θαρρείς, με τρυφερότητα.
Το ξέρεις ότι σε ζήτησα; Γαντζώνομαι με μανία κι επιμονή στην εικόνα σου όσο προσπαθώ να πάρω άλλη μιαν ανάσα. Είσαι η σιδερένια μου άγκυρα καθώς νιώθω πως η καρδιά μου σταματά. Πάντα έχανε η καρδιά μου ένα-δυο χτύπους όταν σ’ αντάμωνα. Αφόρητα όμορφος. Απελπιστικά απρόσιτος.
Πεισμώνω. Μαζεύω όλη μου τη δύναμη, συγκεντρώνω όλες μου τις γνώσεις κι εφαρμόζω όλες τις τεχνικές αναπνοής που έχω διδαχτεί — ω, πότε άραγε; Σ’ αυτήν ή σε μιαν άλλη, προηγούμενη ζωή;…
* * *
Παίρνω κουράγιο. Δύσκολα κάθομαι στο καροτσάκι. Δύσκολα ξαπλώνω στο φορείο. Για πότε βρέθηκα έξω από το σπίτι! Με τις πιτζάμες στο δρόμο. Με ξεκουφαίνει η σειρήνα του ασθενοφόρου, με ξυπνάει η φωνή του γιατρού που μιλάει μια με τον οδηγό και μια μ’ εμένα. «Πού πάμε;» ρωτάει ο οδηγός. «Παπανικολάου ή ΑΧΕΠΑ;» Σε ταξί μπήκαμε; σκέφτομαι και γελάω. Ο γιατρός δεν το βρίσκει πολύ αστείο. Διατάζει κοφτά τον οδηγό: «ΑΧΕΠΑ και γρήγορα! Δεν έχω χρόνο!». Βιάζεται να πάει κάπου αλλού αυτός; Αναρωτιέμαι. Ζαλίζομαι και τα βλέπω όλα ανάποδα. Δεν έχω ξανακάνει διαδρομή με αυτοκίνητο ανάποδα και δεν έχω ξαναμπεί σε ασθενοφόρο. Σαν τρελός πάει! Θα μας σκοτώσεις, κύριος! Πάλι ξεκαρδίζομαι στα γέλια και μου κόβεται η ανάσα. Πνίγομαι. Ο αέρας τελείωσε. Αναπνοές. Αναπνοές που καίνε, αναπνοές που δεν έχω.
Θα ορκιζόμουν ότι σε βλέπω και σ’ ακούω. Καρφωμένο το βλέμμα σου στα μάτια μου. Σίγουρο και οικείο. Πρέπει να τα καταφέρεις. Θα τα καταφέρω. Σ’ το υπόσχομαι.
* * *
Ανακτώ ξανά τις αισθήσεις μου. Ακούω: «Την χάνω, δεν έχω χρόνο!» Νιώθω το φορείο να τραντάζεται, να τρέχει. Τρέχουν κι άλλοι μαζί. Πετάω. Αιωρούμαι ακριβώς όπως τότε που άγγιξαν τα χείλη μας σ’ εκείνο το σύντομο, γλυκό φιλί. Θαρρείς κι έχω τη γεύση του νωπή στο στόμα. Μια μνήμη άχρονη, κυτταρική, που ξύπνησε στο άγγιγμα σου. Με κάθε ανάσα η μυρωδιά σου με τυλίγει και γίνεται δική μου! Στο υποσυνείδητο μου κοιμόταν για αιώνες τ’ άρωμα σου. Εσύ δεν μ’ αναγνωρίζεις; Γιατί επαναλαμβάνεις σαν χαλασμένο πικάπ, «Κλείσ’ το, σφράγισε το»; «Θα σε ξεπεράσω», όπως λέμε θ’ αναρρώσω, θα μάθω να χορεύω, θα κόψω το τσιγάρο, θα κόψω τα φάρμακα, θα βγω από το πένθος.
* * *
Στο χειρουργείο είμαι μάλλον. Δυσκολεύομαι να καταλάβω τι γίνεται όταν όλα είναι ανάποδα. Φοράνε πράσινα, έχει πολύ φως. Πονάω. Ειδικά το αριστερό μου χέρι, η ωμοπλάτη μου. Λες κι είμαι κάτω από μια πρέσα. Τα μάτια μου είναι ανοιχτά ή κλειστά; Ακούω πολλές φωνές. Γιατί βιάζονται; Γιατί τρέχουν και φωνάζουν. Τι είπε μόλις τώρα αυτός; «Μπράβο, γιατρέ, σήμερα σώσατε μια ζωή!». Για μένα το λέει; Δεν είμαστε καλά! Εγώ μια χαρά είμαι. Δεν έχω τίποτε, θα συνέλθω. Έι, εσύ στο ταβάνι, δε συμφωνείς; Πες τους! Α, δεν φτάνει που δυσκολεύομαι να σας μιλήσω, μου φέρνετε και μια μάσκα μες στα μούτρα! Δυσκολεύομαι ν’ ανασάνω, λέμε, μη μου φοράτε κι αυτό το πράγμα στη μύτη! Παιδιά, όταν ανοίγω τα μάτια αυτός ο λευκός προβολέας με τυφλώνει! Σε ανάκριση είμαι; Οκέι, ομολογώ ό,τι θέλετε, μόνο να τελειώνουμε! Νά και ο άγγελος-εαυτός. Πού ήσουν, καλέ, τόσην ώρα, έχασες το δρόμο ή μήπως είχε περισσότερη κίνηση στον ουρανό; Βρε μανία να πηγαίνεις να κάθεσαι αριστερά στις γωνίες των ταβανιών! Δεν σε βλέπω καλά εκεί, σε κρύβει ένα πράσινο σκουφάκι και στέκεσαι ακριβώς πίσω από το λευκό προβολέα. Μήπως ξέρεις γιατί είναι τόσο αλαφιασμένοι όλοι αυτοί; Η τιρκουάζ καρό μου πιτζάμα είναι στο πάτωμα. Αυτός ο αφόρητος πόνος στο μηρό μου τι είναι; Μου κόψατε το πόδι; Ποιος ουρλιάζει; Εγώ; Μα γιατί… όλα είναι υπέροχα! Όχι, δε θα ’ρθω ακόμα μαζί σου! Θα μείνω. Δε σ’ ακούω πολύ καλά. Νομίζω όμως τώρα πως νυστάζω, είμαι κουρασμένη. Άσε με να κοιμηθώ λιγάκι και τα λέμε μετά. Δεν έχω ολοκληρώσει. Θα μείνω. Ναι, σίγουρα θα μείνω. Από το λευκό στο πράσινο. Βούτηξα στη λίμνη με τα καταπράσινα νερά-μάτια. Ο πόνος πέρασε. Είμαι μια χαρά τώρα. Μόνο το πόδι μου πονάει. Ωχ, λες να μην μπορέσω να ξαναχορέψω; ρωτάω. Όχι, θα μπορέσω, μου λένε. Για την ακρίβεια, σε έξι ώρες θα μπορώ και πάλι να περπατάω. Α, ωραία! Θα κατέβω για καφέ και τσιγάρο στο κυλικείο. Τώρα ησύχασα, τώρα μπορώ να ξεκουραστώ.
* * *
Το φορείο τραντάζεται πάλι. Φωνές. Αυτή τη φορά: «Τον χάνω. Δε μπορώ να κάνω την τραχειοτομή. Φωνάξτε τον γιατρό κι έναν χειρουργό». Κίνηση. Φασαρία. Ένα επίμονο μπίιιιιιιιιπ από μια καρδιά που έχει σταματήσει. Ποιανού είναι; Δικιά μου; Δεν μπορώ να μιλήσω. Δεν μπορώ να δω. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Τα χέρια και τα πόδια μου είναι εκατό κιλά το καθένα. Όλη μου η δύναμη φτάνει δε φτάνει για να κουνήσω τα βλέφαρά μου, απαλά σα φτερούγισμα πεταλούδας. Μια πόρτα ανοίγει διάπλατα. Κάποιος ορμάει μέσα. Το πουκάμισο με τις ψιλές πολύχρωμες ρίγες ανοιχτό μπροστά κι από μέσα μακό. Τα μάτια καρφωμένα πάνω στα δικά μου. Τόσο σταθερά όσο πριν. Παραισθήσεις έχω! Τι βάζουν κι αυτοί οι γιατροί μέσα στη μέθη; Ντίρλα με κάνανε! Δυο νοσοκόμες ορμάνε πάνω στο όραμά μου και το σπρώχνουν έξω από την πόρτα. Ναι, παραισθήσεις έχω. Δε μπορεί να είσαι εδώ. Δε μπορεί να είμαι εδώ. Δεν γίνεται να συναντιόμαστε στο θάλαμο ανάνηψης του ΑΧΕΠΑ λες και είμαστε βόλτα στο κέντρο της πόλης. Κλείνω ξανά τα μάτια σαστισμένη. Είμαι κουρασμένη. Όχι, και βέβαια δεν σε είδα! Ποιος θα σ’ άφηνε να μπεις εδώ; Κανείς δεν τόλμησε να μπει από τους τόσους συγγενείς και φίλους που στέκονται γεμάτοι αγωνία έξω από την πόρτα. Μόνο εσύ ήσουν ο έξυπνος που σκέφτηκε να την ανοίξει; Κι εσύ, ρε σύμπαν, απ’ όλες τις στιγμές αυτή διάλεξες να συγχρονιστείς; Ουφ, δε μπορώ να κάνω τόσο δύσκολους συλλογισμούς. Κι αν τελικά δεν είναι όραμα; Τα χάλια μου έχω — και είμαι σχεδόν γυμνή! Σκεπασμένη μ’ ένα λευκό σεντόνι μόνο. Η αλογοουρά μου είναι έτοιμη να λυθεί κι ούτε τα χέρια μου δεν μπορώ να κουνήσω. Κι είμαι κατάλευκη, ασορτί με το σεντόνι. Πού πήγαν οι τιρκουάζ καρό μου πιτζάμες; Μεταξύ μας, κι αυτές τα χάλια τους είχαν! Καλύτερα που δεν με είδες. Όσο περνά η ώρα, τόσο βεβαιώνομαι πως ήταν όραμα. Τι ωραίο που ήταν! Τουλάχιστον σε είχα στα όνειρά μου — και το καλύτερο είναι ότι ζω! Θα έχω άπλετο χρόνο να σε ξαναδώ. Και να σου ξαναμιλήσω. Και ίσως μια μέρα μ’ αφήσεις να σ’ αγκαλιάσω… Είμαι τόσο χαρούμενη! Οι νοσοκόμες, δίπλα μου, απορούν που γελάω. Στο διπλανό φορείο μόλις έχασαν ένα παλικάρι εικοσιπέντε χρονών από ανακοπή. Ανοίγω ξανά τα μάτια και λέω, «Σας παρακαλώ, μπορείτε να με μετακινήσετε τώρα κάπου αλλού; Εγώ έζησα!»
Έξω από τ’ ανοιχτό παράθυρο της Εντατικής ακούγονται τζιτζίκια και καλοκαιρινά μουρμουρίσματα. Μέσα, μόνο οι βαριές ανάσες άλλων πέντε γενναίων. Πόσο ξεκούραστη νιώθω! Πόσο ήρεμη. Και δεν έχω τίποτε να κάνω και να φροντίσω. Εδώ άλλοι φροντίζουν για μένα. Ν’ ανοίξω τα μάτια και να γυρίσω στην καθημερινότητα ή να παραμείνω λίγο ακόμη στη νιρβάνα μου; Νιώθω κοντά μου ανθρώπινες παρουσίες και τα σωληνάκια μου μετακινούνται. Τι ελπίδες έχω να είσαι κοντά μου όταν ανοίξω τα μάτια;
Τ’ ανοίγω.
Δεν είσαι.
Δυο-τρεις φίλοι στην αρχή, οι πιο αγαπημένοι. Η μαμά με το παιδί στο σπίτι. Το παιδί πρέπει να μείνει μακριά. Οι φίλοι γίνονται έξι, δώδεκα, εικοσιτέσσερις… δεν ξέρω, χάνω το μέτρημα. Οι νοσοκόμες γκρινιάζουν: «Μπάχαλο την κάνατε την εντατική, μαντάμ. Κι απαγορεύονται κανονικά οι επισκέψεις». Πφ, βλακείες! Ό,τι θέλω θα κάνω! Μια χαρά είμαι. Φέρτε μου, σας παρακαλώ, το κινητό μου, τα τσιγάρα μου και μια καθαρή πιτζάμα — όχι καρό, όχι τιρκουάζ! Προτιμώ την καλή, την κεντημένη. Νομίζω πως θα σηκωθώ σε λίγο. Είμαι σταρ. Οι φίλοι μου επί το έργον: μία κρατάει σημειώσεις καθώς εγώ υπαγορεύω τι χρειάζεται να φέρουμε από το σπίτι, η άλλη τηλεφωνάει από το κινητό της για να δούμε τι γίνεται στο σπίτι, η τρίτη έχει βγάλει το ρουζ της και με μακιγιάρει. «Ποπό χλομάδα, βρε κορίτσι μου! Σα να σου ήπιε το αίμα ο κόμης Δράκουλας!» Άλλη μού χτενίζει τα μαλλιά, άλλη προσπαθεί να με σουλουπώσει με τα σεντόνια προσέχοντας να μην κουνηθούν τα δεκάδες σωληνάκια. Τρεις, δικοί μου πάλι, συζητάνε για το πώς θα ομορφύνουν την Εντατική και μετακινούν κοντά μου κάδρα που κρέμονται στην άλλη πλευρά του δωματίου, τραπεζάκια, καρέκλες. Η φίλη μου σκύβει και μουρμουρίζει συνωμοτικά σε μια νοσοκόμα: «Για καλύτερο φενγκ-σούι το κάνουμε, δεσποινίς! Όλοι οι ασθενείς θα γίνουν καλά εδώ μέσα». Η νοσοκόμα με ρωτά απορημένη, «Ποια είστε, κυρία; Είστε διάσημη; Πολύ κόσμο έχετε απέξω!» Ο πιο πλακατζής της παρέας ήδη λέει ανέκδοτα. Γέλια, φωνές, πάρτι με πρωταγωνίστρια εμένα, τη διάσημη Αμαζόνα που νίκησε τον Χάρο! Ο γιατρός έρχεται και διαλύει την ωραία παρέα. Τι κρίμα… και περνούσαμε τόσο καλά… Οι διπλανοί μας… μάλλον όχι! Αντέστε τώρα όλοι στα σπιτάκια σας.
Ίσως έρθει κι ο αγαπημένος μου, σκέφτομαι με κρυφή ελπίδα. Θα έμαθε μέχρι τώρα τι έγινε κι οι ώρες περνούν.
Δίπλα στο κρεβάτι απλωμένο το μικρό ροζ χαρτάκι δείχνει την πορεία της καρδιάς μου. Μια τεθλασμένη μαύρη γραμμή που σχηματίζει τ’ όνομα σου. Χαμογελάω. Σκέφτομαι ότι αυτό το αστειάκι δε θα το άντεχες καθόλου παρά το εξαιρετικό σου χιούμορ. Δε βαριέσαι. Μήπως είναι το μόνο που δεν θ’ άντεχες; Τι θα ’χες κάνει αν είχα πεθάνει με τ’ όνομά σου τελευταίο στα χείλη μου;
Έφυγαν όλοι και πήρε να νυχτώνει. Τι ώρα να ναι; Βλέπω το ροζ απ’ το χαρτάκι να λιώνει και να ξεφεύγει προς το ηλιοβασίλεμα. Βάφει και ομορφαίνει τους παλιούς τοίχους του νοσοκομείου. Θα ’ναι οχτώ… οχτώμισι. Τι σημασία έχει; Πέρσι, χτες, σήμερα, αύριο, σε δύο χρόνια, σε δέκα ζωές! Τα κατάφερα.
Σ’ το υποσχέθηκα.
* * *
Ο επίλογος της νικήτριας
Με σίγουρα βήματα κι ένα πλατύ χαμόγελο προχωράω προς τη σκηνή για να παραλάβω το βραβείο μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κοιτάω συνεπαρμένη τον κόσμο στη μεγάλη αίθουσα που γίνεται η εκδήλωση. Πόσο μ’ αρέσει να μιλάω σε κοινό! Κρατώ το βλέμμα μου σταθερό, εστιασμένο στο βάθος της αίθουσας…
Είπα θα το ξεπεράσω όπως λέμε «θα βγω μια βόλτα να πάρω αέρα» κι ανάρρωσα, έκοψα το τσιγάρο, τον καφέ, τα φάρμακα. Και βγήκα από το πένθος, μπήκα στην καλύτερη δουλειά του κόσμου, ανακαίνισα το σπίτι, έμαθα να χορεύω, άρχισα να γράφω, αντιμετώπισα φοβίες, διάβασα στοίβες από βιβλία και πέτυχα λίστες ολόκληρες από στόχους μικρούς και στόχους μεγάλους. Έζησα! Και τώρα εγώ, η ίδια, που εξελίσσομαι κι αλλάζω, γυρνώ πίσω και σε ψάχνω. Όχι για να σε ξεπεράσω. Για να σ’ ευχαριστήσω που δεν κατάφερες να μου παραχωρήσεις λίγο χρόνο, που δεν επικοινώνησες, που δεν μου έδωσες ποτέ προτεραιότητα, που δεν με κράτησες στην αγκαλιά που ονειρεύτηκα. Κι όσες φορές μού αρνήθηκες μια συνάντηση, μ’ έστελνες, άθελα σου, σε μια καινούργια πρόκληση αυτογνωσίας συμβάλλοντας στη δημιουργία της ύπαρξης που είμαι σήμερα.
Συνέχισε να με εμπνέεις! Ακόμα χάνω ένα-δύο χτύπους όταν σε κοιτώ. Ακόμα θέλω ν’ ακούσω τον χτύπο της καρδιάς σου, καρδιά μου…
Αυτό το βραβείο είναι και λιγάκι δικό σου. Σου το αφιερώνω!
Τώρα ξέρεις.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, τόπους ή καταστάσεις είναι συμπτωματική.
Η συγγραφέας δεν πιστεύει στις συμπτώσεις.