4:30 το πρωί. Ξυπνάω από κλάμα της Μελίβοιας. Σηκώνομαι, πηγαίνω στο παιδικό δωμάτιο, τη χαϊδεύω για λίγα λεπτά στην πλατούλα, ξανακοιμάται. Προφανώς κάποιο όνειρο της τάραξε τη νυχτερινή γαλήνη. Η Δάειρα είναι πάλι ξεσκέπαστη. Όπως κάθε βράδι. Την σκεπάζω και αυτή, τη φιλάω στο κεφαλάκι και επιστρέφω στο κρεβάτι μου. Στριφογυρίζω. Σκέψεις πολλές. Και η φωνή. Πάλι. Βουίζει στα αυτιά μου. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Και να πω ότι είμαι ξεκούραστη; Σέρνομαι από την εξάντληση. Άλλωστε με 3 ώρες ύπνο δεν είσαι και χορτασμένη από δαύτον.
Το παίρνω απόφαση ότι η μέρα μου θα ξεκινήσει πολύ νωρίς σήμερα και εγκαταλείπω την προσπάθεια. Η αυπνία με νίκησε για δεύτερη συνεχόμενη φορά. Σηκώνομαι, φτιάχνω καφέ και κάθομαι στο laptop μου, πριν αρχίσω να συμμαζεύω την κουζίνα από τα απομεινάρια του χθεσινού δείπνου με τα παιδιά. Τραπέζι και πάγκος της κουζίνας τίγκα στα άπλυτα. Κάτω από το τραπέζι πεταμένα ψίχουλα και ζυμαρικά και κάτι κυβάκια από κομμένο αχλάδι. Στο καθιστικό ένα «χαλί» από καμιά 100ριά κομμάτια puzzle που ανακάλυψε χθες η Μελίβοια σε ένα κουτάκι και φρόντισε να «στρώσει» άτσαλα πάνω στα πλακάκια. Τα μαξιλάρια του καναπέ πεταμένα στο πάτωμα και ένα διπλό σεντόνι ριγμένο όπως να ‘ναι πάνω από τις παρατεταγμένες στη σειρά καρέκλες της τραπεζαρίας, δημιουργούν ένα αυτοσχέδιο τούνελ με εμπνευστή και αρχιτέκτονα, τη Δάειρα. Παιχνίδια παντού. Τρίμματα από τα κουλουράκια που έστειλε τις προάλλες η γιαγιά, στα πιο απίθανα μέρη. Και δεν περιγράφω καν την κατάσταση στα υπόλοιπα δωμάτια. Ένα σπίτι που έγινε άνω-κάτω μέσα σε λίγες μόνο ώρες. Κάθε μέρα τα ίδια. Το πρωί φτιάχνεις, το βράδι βομβαρδισμένο τοπίο. Με αυτόν το χαμό δίπλα μου, με μόνο 3 ώρες ύπνο, με μία μέρα δύσκολη μπροστά μου με τόσες…και άλλες τόσες ανοιχτές δουλειές εντός και εκτός σπιτιού, φανερά κουρασμένη σωματικά και ψυχολογικά με τις καθημερινές υποχρεώσεις…και όμως αισθάνομαι πολύ τυχερή. Γενικά. Για όλα. Ακόμη και για αυτόν το βομβαρδισμό. Γιατί αυτός ο βομβαρδισμός είναι ευχάριστος. Δεν είναι σαν τους άλλους. Κρύβει μέσα του οικογενειακή ευτυχία και παιδική ζωντάνια.
Κάνω ότι δε βλέπω γύρω μου. Τα παιδιά κοιμούνται. Ο μπαμπάς κοιμάται. Για λίγο «μόνη» σε ένα γεμάτο αγαπημένες ψυχές σπίτι, δεν είναι και άσχημη ιδέα. Κάνω τα στραβά μάτια για λίγη ώρα ακόμη, μέχρι να πιω τον καφέ μου. Άλλωστε τέτοια ησυχία, δε θέλω να την ταράξω με τον άκομψο θόρυβο των πιατικών. Αρχίζω να διαβάζω τα νέα της ημέρας. Και μεταξύ άλλων, πέφτω πάνω σε αυτό. Και νιώθω οργή και θλίψη με ό,τι συμβαίνει. Πάλι. Κάθε φορά που διαβάζω αντίστοιχο άρθρο, το ίδιο αισθάνομαι. Οργή και θλίψη. Μα περισσότερο, οργή. Οργή για την αιτία του κακού και τους ηθικούς αυτουργούς όλης αυτής της τραγωδίας. Οργή για το ανύπαρκτο και άρχηστο κράτος μας. Το ίδιο ανύπαρκτο και άρχηστο κράτος χρόνια τώρα. Οργή για την Ευρώπη των «ιδανικών» και των «αξιών», για τις μεγάλες δυνάμεις που σπεύδουν να επιβάλλουν την «τάξη» και να «αποκαταστήσουν» την «ασφάλεια» με τον δικό τους παράδοξο κάθε φορά τρόπο. Οργή για την αδικία που υπάρχει στον κόσμο. Για την υποκρισία που υπάρχει άφθονη γύρω μου. Για τους απανταχού ρατσιστές και μισάνθρωπους που ζουν σε αυτόν τον τόπο, τους νεοέλληνες της ντροπής, που άλλοι εκμεταλλεύονται και άλλοι αντιμετωπίζουν με περισσή αηδία και σιχαμάρα τον κάθε πονεμένο που βρέθηκε ξαφνικά ξεριζωμένος από το σπίτι του, σαν να έχουν ξεχάσει ότι σαν έθνος έχουμε βιώσει και εμείς την προσφυγιά και τον εθνικό κατατρεγμό. Καμία αλληλεγγύη. Καμία ανθρωπιά. Οργή γιατί αυτός ο κόσμος πάει από το κακό στο χειρότερο. Οργή για την απραξία ΟΛΩΝ ΜΑΣ. Σαν να παρακολουθούμε σαστισμένοι από τις οθόνες μας αυτές τις στατικές και κινούμενες εικόνες θλίψης και ντροπής και να μην κάνουμε τίποτα. Βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας να εκτυλίσσεται αυτή η τραγωδία, φορτώνουμε άσχημα συναισθήματα μεν, αλλά ικανοποιούμε το ΕΓΩ μας (ότι εμείς και οι δικοί μας είμαστε καλά, δόξα τω Θεώ) και την προσπερνάμε. Όταν κλείσουμε την οθόνη μας (tablet, laptop, κινητού, τηλεόρασης) είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια και τα αυτιά μας σε αυτό που συμβαίνει. Χαιρόμαστε την οικογενειακή μας θαλπωρή και ευτυχία.
Και αισθάνομαι ενοχές. Ενοχές για όλα αυτά που έχω. Για όλα αυτά που ναι μεν δε μου χαρίστηκαν, ναι μεν δεν τα βρήκα έτοιμα, ναι μεν κόπιασα για να τα αποκτήσω, ΟΜΩΣ ΤΑ ΕΧΩ. Γιατί απλά έτυχε να ζω σε μία χώρα ειρηνική, που σέβεται την ατομική ελευθερία και αξιοποίησα τις ευκαιρίες που μου δόθηκαν. Ευκαιρίες που κάπου αλλού κάποιοι άλλοι δεν είχαν και δε θα έχουν ποτέ. Ενοχές για όλα αυτά που τα δικά μου παιδιά απολαμβάνουν με αφθονία: φαγητό, στέγη, ρούχα, παιχνίδια, δυνατότητα σε μόρφωση, ΕΙΡΗΝΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Την ίδια ώρα που δεν ξέρω εγώ πόσα παιδιά και μωρά μεγαλώνουν σε εμπόλεμες ζώνες, επειδή είχαν την ατυχία να γεννηθούν σε λάθος τόπο λάθος εποχή, και άλλα παίζουν κρυφτούλι με το θάνατο δίπλα στο σπίτι σου. Στη χώρα σου. Μέσα στο αφρισμένο Αιγαίο μέσα σε κάποια βάρκα θανάτου. Γιατί έτσι είναι. Βάρκες ρώσικες ρουλέτες. Μπαίνουν οι άμοιροι στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα και δεν ξέρουν αν η δική τους ή η διπλανή θα βουλιάξει. Και ανάμεσά τους μωρά και παιδιά. Κάνε εικόνα. ΜΩΡΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΑ. Και έγκυες γυναίκες. Και αν καταφέρουν να φτάσουν απέναντι, θα είναι βρεγμένοι ως το κόκκαλο. Μικροί, μεγάλοι. Και τουρτουρίζουν από το κρύο. «Κρεμάνε» κάποια παιδιά ανάποδα για να βγάλουν το νερό από τα πνευμόνια. Και κάποια δεν τα καταφέρνουν. Και όσα τα καταφέρνουν, τι θα απογίνουν; Τι (θα) τρώνε; Που (θα) κοιμούνται; Πώς θα ζήσουν; Όλη τους η ζωή σε μία τσάντα και κάποιες λίγες οικονομίες, μέχρι πότε θα φτάσουν; Τι μέλλον έχουν; Απλά να φύγουν από EKEI που ήταν. Γιατί ΕΚΕΙ ήταν πολύ χειρότερα.
Πρόσφυγες. ΟΧΙ λαθρομετανάστες. Πρόσφυγες. Έχει διαφορά. Αλλά να σου πω και κάτι. Ίσως δεν έχει και καμία σημασία. Γιατί εν τέλει, και οι μεν και οι δε από ανάγκη έφυγαν. Και ο εξαναγκασμός, ανάγκη είναι και το δικαίωμα σε μία αξιοπρεπή ζωή, ανάγκη είναι. Δεν είναι πολυτέλεια. Δεν είναι φιλοδοξία. Και παιδιά. Πολλά παιδιά. ΠΑΙΔΙΑ γαμώτο μου. Είσαι μάνα, ξέρεις τι σημαίνει το παιδί σου να ζει αυτό. Στάσου για λίγο. Κάνε εικόνα. Σκέψου. Μπες για λίγο στη θέση αυτών των μανάδων. Εσύ, θα έβαζες το παιδί σου σε μία βάρκα, μαζί με άλλους πόσους, σε μία αφρισμένη θάλασσα, με προορισμό το άγνωστο και άφιξη ίσως και το ποτέ, έτσι για την πλάκα σου; Θα ρίσκαρες τη ζωή ΤΟΥ, έτσι για την πλάκα σου; Σκέψου τι οδήγησε αυτή τη μάνα να το κάνει. Σκέψου. Και βούλωσέ το όταν τη βλέπεις ταλαίπωρη και βρώμικη. Βούλωσέ το. Σεβάσου το δράμα της. Και εσύ στη θέση της, το ίδιο θα ήσουν. Και αν δεν μπορείς να δείξεις λίγη συμπόνοια, τουλάχιστον μην την εξευτελίζεις. Μην την αντιμετωπίζεις με αηδία λες και αυτή ευθύνεται για τη βρωμιά που υπάρχει γύρω σου. Που πάντα υπήρχε, απλά πιο πριν δεν την έβλεπες. Γιατί έχεις μάθει να ψάχνεις εξιλαστήρια θύματα για όλα τα κακά της δικής σου μοίρας.
Μπορεί η εικόνα του ταλαίπωρου με μία σακούλα ολόκληρο το βιος του, με ρούχα φθαρμένα και βρώμικα, με μαλλιά αχτένιστα και πρόσωπο αξύριστο, να σου είναι «κάπως» οικεία, να την έχει «συνηθίσει» το μάτι σου, να σε έχει «αναισθητοποιήσει» κατά κάποιον τρόπο -άλλωστε τη ζεις τόσα χρόνια- και να μη σε αγγίζει, όμως η εικόνα ενός παιδιού που έχει ξεβράσει η θάλασσα σε κάποια παραλία και η εικόνα ενός παιδιού σε σωσίβιο που παλεύει με τα κύματα που ούτε αυτό ξέρει ΓΙΑΤΙ και ΠΩΣ βρέθηκε εκεί…δε σου είναι καθόλου ΜΑ ΚΑΘΟΛΟΥ οικείες. Δεν είναι «συνηθισμένο» να το πω, να βλέπεις 3χρονα, 4χρονα, 10χρονα να τα έχει «ξεβράσει» η θάλασσα. Δεν είναι «συνηθισμένο» παιδιά με σωσίβια να προσπαθούν να επιβιώσουν σε αφρισμένα κύματα. Υπάρχουν παιδιά. Μωρά. Έγκυες γυναίκες. Μανάδες με νεογέννητα ημερών. Είδα σε ένα βίντεο ένα σωσίβιο να έχει γίνει βάρκα σωτηρίας για ένα βρέφος 5 ημερών. Πέντε ημερών!
Προχθές το πρωί, αλλάζοντας ραδιοφωνικό σταθμό στο αυτοκίνητο, πέφτω πάνω σε ένα απόσπασμα από ρεπορτάζ από μία διάσωση. Ένας άντρας -προφανώς διασώστης- φώναζε να προσέξουν όλοι το μωρό:«…the baby…ΤΗΕ ΒΑΒΥ…ΤΗΕ ΒΑΒΥΥΥΥΥ…». Η φωνή του σπαραχτική. Με στοίχειωσε. Από εκείνη τη στιγμή βουίζει συνεχώς και μου «τρυπάει» το μυαλό. Αυτή την ίδια φωνή άκουσα σήμερα τα χαράματα μόλις ξάπλωσα. Με στοίχειωσε αυτή η φωνή. Όπως με στοίχειωσε και αυτή η εικόνα, του πνιγμένου μωρού από τη Συρία που έκανε το γύρο του κόσμου. Σε αυτή τη στάση ακριβώς κοιμάται η Μελίβοια. Και μόλις είδα αυτή την εικόνα, θάμπωσε το βλέμμα μου από τα δάκρυα. Ήταν σαν να έβλεπα το παιδί μου. Και αμέσως σκέφτηκα τον άμοιρο πατέρα. Γιατί μάνα δεν υπάρχει. Πήγε να το συναντήσει στον Παράδεισο μαζί με το άλλο του αδερφάκι. Τουλάχιστον δε θα είναι μόνο του.
Μπερδεμένες σκέψεις. Και πολλά ερωτηματικά. Και ανάμικτα συναισθήματα. Γιατί κανείς δεν κάνει τίποτα γαμώτο μου; Πόσο δύσκολο είναι να βάλουν πλοία να περάσει ο κόσμος απέναντι με ασφάλεια; Πόσο δύσκολο είναι να ανοίξουν τα σύνορα; Πόσο δύσκολο είναι να προσφέρουν τα στοιχειώδη; Όχι έτσι άτσαλα. ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΕΝΑ. Δεν αρκεί η ιδιωτική πρωτοβουλία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι πολύ σημαντική, είναι απαραίτητη, αλλά δεν αρκεί. Το πρόβλημα είναι τεραστίων διαστάσεων. Μιλάμε για ανθρωπιστική κρίση. Μα το πιο αυτονόητο ερώτημα είναι το ερώτημα ενός παιδιού: Γιατί δε σταματούν αυτόν τον πόλεμο αυτοί που τον ξεκίνησαν; Γιατί να παίζονται τόσες παιδικές ψυχές κορώνα-γράμματα; Ποιος είναι αυτός που ορίζει την τύχη ενός παιδιού; Όλα στο βωμό του χρήματος; Τι ξεφτίλα είναι αυτή! Πόσο, μα πόσο σκατόκοσμος αυτός που ζούμε! Όσο βλέπω αυτές τις εικόνες ντροπής, φωτογραφίες με άψυχα παιδικά κορμιά θύματα αυτού του παραλογισμού, τόσο τρελαίνομαι. Και αισθάνομαι φοβερές τύψειςπου τα δικά μου παιδιά έχουν την τύχη -γιατί περί τύχης πρόκειται- να μεγαλώνουν σε ένα ασφαλές περιβάλλον με όλα τα αγαθά που έχουν ανάγκη. Τύψεις που τα δικά μου παιδιά δεν αναγκάστηκα να τα βάλω σε μία βάρκα για να περάσουν…απέναντι. Τύψεις που κάποιοι σε αυτόν τον πλανήτη τυγχάνουμε καλύτερης μοίρας. Τύψεις που μπορώ να κάνω σχέδια για τη ζωή μου και το μέλλον μου, όταν αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν σχέδια για την αυριανή μέρα. Τύψεις επειδή έχω τα αυτονόητα που αξίζει κάθε ανθρώπινο ον. Τύψεις που ζω σε μία χώρα δημοκρατική και ελεύθερη. Και που παρόλα τα στραβά και τα ανάποδά της, όσο και αν χαλιέμαι ώρες-ώρες, ξέρω ότι είναι επιλογή μου στο αν θα την αφήσω ή όχι. Επιλογή, ΟΧΙ εξαναγκασμός.
«…αφήνεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σε αφήνει να μείνεις.
κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου
και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να γυρίσεις.
πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά
κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
όπου το σώμα σου πονούσε
ή τη φυλακή,
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται…»
[Ολόκληρο το ποίημα «Home» της Warsan Shire, μπορείτε να το διαβάσετε στα αγγλικά εδώ]
Αισθάνομαι πολύ μικρή και ανίκανη μπροστά σε όλη αυτή τη δολοφονία που συμβαίνει έξω από το κατώφλι μου. Θέλω να βοηθήσω, αλλά ξέρω ότι η δική μου βοήθεια είναι σταγόνα στον ωκεανό. Και αισθάνομαι άσχημα για αυτό. Θα μου πεις, και τι να κάνεις; Δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο παρά να βάλεις τη σταγόνα σου. Το δικό σου λιθαράκι. Όμως οι ΜΚΟς, η τοπική κοινωνία ειδικά της παραμεθορίου που της έχει πέσει όλο το βάρος της υποδοχής και βοηθάνε ο καθένας με τον τρόπο του, οι εθελοντές γιατροί, εσείς-εμείς-όλοι μας που στέλνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε, αρκούμε; Το κύμα προσέλευσης είναι τεράστιο, το πρόβλημα παραμένει τεράστιο και ΑΛΥΤΟ. Και όσο σκέφτομαι ότι ο χειμώνας δεν έχει μπει ακόμη για τα καλά, όσο σκέφτομαι ότι ο φετινός χειμώνας θα είναι πολύ βαρύς από τις προγνώσεις που ακούω και ότι μέχρι τώρα έσωζαν ζωντανούς, από εδώ και πέρα πολύ φοβάμαι ότι θα μεταφέρουν πτώματα. Δεν μπορώ να βλέπω άλλα παιδικά κορμάκια θαλασσοπνιγμένα. Δεν μπορώ να βλέπω άλλες τέτοιες εικόνες.
Τις προάλλες που ξεκαθάρισα τις ντουλάπες, κάλεσα τη Δάειρα να με βοηθήσει. Μπορεί να είναι τεσσάρων, όμως κρίνω ότι είναι αρκετά μεγάλη και αρκετά έξυπνη να καταλάβει κάποια πράγματα. Της εξήγησα για τα παιδάκια που δεν είναι τόσο τυχερά όσο εκείνη και η αδερφούλα της. Που υπάρχουν κακοί άνθρωποι που τους γκρεμίζουν τα σπίτια, που τους κυνηγάνε να τους σκοτώσουν, που δεν έχουν σχολεία, δεν έχουν παιχνίδια, δεν μπορούν να παίζουν ελεύθερα…και η μαμά τους και ο μπαμπάς τους τα πήραν να φύγουν μακριά για να σωθούν. Και μπήκαν σε βάρκες και κάποια παιδάκια πνίγηκαν ενώ όσο κατάφεραν να σωθούν είναι βρεγμένα και χρειάζονται ρούχα και για αυτό εμείς μαζεύουμε από τα δικά μας και τους στέλνουμε. Με βοήθησε το κοριτσάκι μου να τα οργανώσουμε σε ομαδούλες και κάποια στιγμή είχαμε τον εξής διάλογο:
– Μαμά, ξέρεις ε; Στενοχωριέμαι που δε θα ξαναδώ αυτά τα ρούχα της Μελίβοιας (προφανώς δε θυμάται ότι τα φορούσε και αυτή πριν την αδερφούλα της).
– Και εγώ στενοχωριέμαι μωρό μου, γιατί με αυτά τα ρουχαλάκια σας θυμάμαι και εσένα και τη Μελίβοια μωράκια και όσο να’ναι, έχω δεθεί μαζί τους.
– Όμως μαμά, πρέπει να τα δώσουμε γιατί αυτά τα παιδάκια θα κρυολογήσουν. Και μπορεί να πεθάνουν. Και όταν το σκέφτομαι αυτό, δε στενοχωριέμαι, γιατί αυτό που κάνουμε είναι πολύ σημαντικό. Και αν θέλουμε μπορούμε να πάμε να αγοράσουμε ίδια ρούχα.
Και χθες, κάποια στιγμή στο άσχετο μου λέει:
– Μαμά, σε αγαπώ πολύ.
– Και εγώ μωρό μου.
– Εγώ σε αγαπώ πιο μακριά και από το φεγγάρι. Πιο πολύ και από την τελευταία πόλη της Ελλάδας. Μαμά, μπορούμε να φύγουμε από την Ελλάδα;
– Και που να πάμε;
– Να πάμε να βρούμε αυτά τα παιδάκια που δεν έχουν ρούχα για να τους τα δώσουμε. Να πάμε στη χώρα τους. Όμως πώς θα πάμε; Είναι πολύ μακριά. Με αεροπλάνο θα πάμε;
– ………………………..
Δεν ξέρω γιατί έγραψα αυτή την ανάρτηση. Δεν ξέρω αν έχει νόημα. Μπερδεμένες σκέψεις άτσαλα διατυπωμένες χωρίς συνοχή. Ίσως φανεί και ως παραλήρημα. Ίσως το μόνο που κατάφερα είναι να ξεφορτιστώ για λίγο. Για λίγο μόνο. Μέχρι να ξαναδώ κάποια νέα εικόνα που θα μου χαλάσει την ψυχολογία.
Δεν καταλαβαίνω γιατί συμβαίνει όλο αυτό. Η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία σημασία; Πώς κάποιοι άνθρωποι επιτυχχάνουν την προσωπική τους «ολοκλήρωση» πάνω σε πτώματα μωρών και μικρών παιδιών; Πώς μπορούν οι απανταχού ιθύνοντες αυτής της τραγωδίας να σκεπάζουν τα παιδιά τους με τα παπλωματάκια τους κάθε βράδι, όταν για κάποια παιδάκια η Μεσόγειος έγινε το νεκροκρέβατό τους φέτος; Πώς μπορούν να φιλάνε χαρούμενοι τα παιδιά τους όταν άλλες μάνες τα νεκροφιλούν και ευθύνονται ΑΥΤΟΙ για αυτό; Πώς κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια;
Ντροπή και αίσχος αισθάνομαι. Θλίψη και οργή. Μα περισσότερο οργή.
«Αν έστω και ένα παιδί σε κάποια άκρη του κόσμου πεθαίνει από την πείνα ή από τον πόλεμο, τότε ο πολιτισμός μας έχει αποτύχει οικτρά» είχε πει κάποτε ο Καζαντζάκης. Δυστυχώς, είμαστε αποτυχημένοι ως ανθρώπινο είδος, δάσκαλε. Πολύ αποτυχημένοι.
Κρατώ για το τέλος έναν αγαπημένο στίχο του Φίλιππου Πλιάτσικα:
«…αν θα μπορούσα τον κόσμο να άλλαζα, θα ξαναέβαφα γαλάζια τη θάλασσα».
Ναι. Αυτό θα έκανα.
Πηγή: www.mylovablebaby.com