Πέντε αδερφάδες είχε η μάνα μου. Πέντε γυναίκες μες στο σπίτι. Και μία η γιαγιά μου, έξι. Ήρωας ήταν ο παππούς, αλλά παρόλα αυτά για να τις ξεφορτωθεί γρήγορα, άρχισε να τις παντρεύει μία μία.
Πρώτα παντρεύτηκε η μάνα μου, η Χριστίνα. Μετά οι δυο μικρότερες, την πρώτη την έχασαν από ευλογιά. Και η μεγάλη; Είχε φτάσει τριανταέξι ετών η Λιλή, τι θα γινόταν; Καλά η Άννα, ήταν ακόμα παιδί, είχε μπροστά της, αλλά η Λιλή έπρεπε να παντρευτεί.
Και παντρεύτηκε. Και χαρές και πανηγύρια, πήρε τον Γιώργο. Καλός άνθρωπος και δουλευταράς. Μοναχοπαίδι, είχε και περιουσία, μια χαρά περίπτωση για τη θεία μου. Και όταν έμεινε κι αμέσως έγκυος εκείνη, το σόι μου έπινε νερό στο όνομά του.
Και ήρθε ο Πέτρος. Ένα πανέμορφο μωράκι, ίσως λίγο πιο νωχελικό από τα υπόλοιπα.Υπήρχαν ήδη κι άλλα ξαδέρφια, είχα γεννηθεί κι εγώ και οι αδερφές Τζάλλα ήταν συνέχεια μαζί, μιας και είχαν πλέον και περισσότερα κοινά ενδιαφέροντα κι ας έμεναν σκορπισμένες σε όλη την Αθήνα.
Πρώτη το παρατήρησε η γιαγιά μου, η Γεωργία. «Μωρ’ Λιλή, το παιδί έχει πάει οκτώ μηνών κι ακόμα το κεφάλι δεν το στηρίζει», έλεγε προσέχοντας τον τρόπο της. Δεν ήθελε να πει στη θεία μου πώς θα μεγαλώνει το παιδί της και τι ήταν σωστό και λάθος, αλλά του κερατά, έξι παιδιά είχε μεγαλώσει, κάτι ήξερε κι εκείνη.
Και τους ξεσήκωσε η γιαγιά, έβαλε και τη μητέρα μου να της μιλήσει και αφού πλέον ο Πετράκης κόντευε να χρονίσει και δεν έκανε τίποτα απ’ όσα έκαναν τα ξαδέρφια του, τον πήγαν στο γιατρό.Μην περιμένετε πολλά πριν πενήντα χρόνια από εξετάσεις κι ελέγχους, αλλά το πόρισμα βγήκε: ο Πετράκης είχε σύνδρομο Down. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στην οικογένεια. Κλάματα, παράπονο, ένα μεγάλο «γιατί σε εμάς;». Εγώ δεν τα θυμάμαι αυτά, μη σας πω ψέματα. Τι ήμουν, δυο χρονών παιδάκι ήμουν.
Η θεία κι ο θείος μου, κάθισαν και το σκέφτηκαν. Πώς θα μεγάλωνε αυτό το παιδί; Τι θα έκαναν μαζί του; Ο θείος ταξίδευε πολύ στο εξωτερικό και η θεία μου δεν είχε βοήθεια εδώ στην Αθήνα. Και πήραν τη δύσκολη απόφαση και πήγαν και άφησαν τον Πετράκη σε ένα ίδρυμα. Σκηνικά να σου κόβουν τα πόδια. Η θεία μου να ουρλιάζει έξω από την πόρτα και ο μπάρμπας μου να την τραβάει στο αμάξι κλαίγοντας. Λίγες εβδομάδες άντεξαν κι εκείνοι και το παιδί. Πήγε και τον πήρε πίσω και ορκίστηκε να μην τον αφήσει ποτέ ξανά μόνο του. Έτσι κι έγινε.
Στο ενδιάμεσο είχαν έρθει κι άλλα ξαδέρφια και οι οικογενειακές μαζώξεις που γίνονταν συνήθως Κυριακές σπίτι μας, ήταν ένας κήπος γεμάτος φωνές, παιχνίδια και χρώματα. Η Άννα μας είχε μείνει στο «ράφι», αλλά ερχόταν κι εκείνη κάθε φορά και έφερνε σε όλους μας γλυκά. Οι μεγάλοι στην κουζίνα ή το σαλόνι κι εμείς στην πίσω μεγάλη αυλή. Όλοι. Κι ο Πετράκης. Ποτέ δεν τον αντιμετωπίσαμε διαφορετικά, ποτέ δεν τον είδαμε διαφορετικά. Παιδάκια εμείς, παιδάκι κι αυτός. Ήταν λίγο πιο δυνατός και πιο άτσαλος από εμάς και πολλές φορές μας χτυπούσε κατά λάθος, αλλά μετά εκείνος πονούσε περισσότερο από εμάς. Και τον αγαπούσαμε τόσο πολύ. Γιατί να μην τον αγαπάμε εξάλλου, δεν ήταν κι αυτός ένα από τα ξαδέρφια;
Μεγαλώνοντας και μπαίνοντας στην εφηβεία μόνο, κατάλαβα την ιδιαιτερότητά του. Μου μίλησε κι η μητέρα μου γι’ αυτό. Ο Πετράκης εκείνη την περίοδο πήγαινε μία με δυο φορές το χρόνο στη Γερμανία για ειδικές θεραπείες. Απ’ ότι έμαθα αργότερα, βοήθησαν πολύ τον ίδιο, καθώς οι θεραπείες αυτές, σε συνδιασμό με τη βαρύτητα της περίπτωσής του, τον «ανέβασαν» νοητικά δύο με τρία χρόνια από την παρούσα κατάσταση. Επιπλέον ο Πετράκης και σχολείο πήγε και μαθήματα κεραμικής έκανε. Ήταν τόσο περήφανος για τις δημιουργίες του, που μας έφερνε συνέχεια δώρα. Ακόμα υπάρχει πάνω από το τζάκι μου, ο κεραμικός κουμπαράς που μου είχε κάνει δώρο πριν τριάντα χρόνια.
Η ζωή με τον Πετράκη δεν ήταν πάντα εύκολη. Υπήρξαν τραγικές καταστάσεις στο σπίτι. Πόσες φορές η θεία τον είχε πετύχει να κυκλοφορεί στο μπαλκόνι ημίγυμνος ή να πίνει νερό μέσα από τη λεκάνη… Μάζευε τα δάκρυά της και όση δύναμη είχε, τον έπαιρνε ήρεμα και του μιλούσε, εξηγώντας του το λάθος του. Κι εκείνο το ευαίσθητο πλάσμα, έβαζε τα κλάματα και της ζητούσε συγγνώμη που την πλήγωσε…
Τα χρόνια πέρασαν, ήρθε η ώρα μου να παντρευτώ. Γνώρισε τον άντρα μου και ο ένας λάτρεψε τον άλλο. «Ο ξάδερφός μου, ο Θράσος», έλεγε περήφανα και τον αγκάλιαζε. Αλλά κι ο άντρας μου, του είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν να μην του έχει; Αυτό το πλάσμα ήταν τόσο ευαίσθητο, τόσο ευγενικό, τόσο γλυκό. Λάτρευε να σου μιλάει με τις ώρες και να ακόμα περισσότερο να σε ακούει να μιλάς. Στο γάμο μου, ήρθε στο σπίτι πριν φύγουμε για την εκκλησία. «Γωγούλα μου, να ευτυχήσεις» μου είπε με δάκρυα στα μάτια. Ήξερα ότι το εννοούσε. Του έδωσα ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Τραβήχτηκε δειλά για να μη μου χαλάσει το χτένισμα.
Τι πλάσμα, Θεέ μου…
Λίγους μήνες μετά ήρθε και η κόρη μου. Όλο το σόι έκανε την επίσκεψή του, ήμουν και το πρώτο ανήψι που έκανε παιδί, το πρώτο εγγόνι, όσο ναναι η κόρη μου ήταν η «ατραξιόν». Ήρθε ένα απόγευμα η Λιλή στο μαιευτήριο. «Ο Πετράκης;» ρώτησα. Ήξερα ότι η θεία μου δεν τον αφήνει ποτέ μόνο του. «Έξω είναι, περιμένει» με κοίταξε ντροπαλά και ενοχικά. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.«Είσαι σοβαρή; Και γιατί δεν τον φέρνεις μέσα;» Η Λιλή μόνο τα κλάματα δεν έβαλε. «Μα το μωρό…» «Και τι θα του κάνει ρε θεία; Είσαι με τα καλά σου; Φέρτον μέσα σε παρακαλώ!»
Μπήκε δειλά δειλά μέσα προσέχοντας μην κάνει θόρυβο. Όταν είδε τη μικρή μου, βούρκωσε. Πλησίασε και την κοίταζε από πάνω της τρέμοντας από συγκίνηση. Έβγαλε και μου έβαλε στο χέρι το σταυρό του. «Για το μωρό μας» μου είπε γελώντας και κλαίγοντας μαζί. Ένας κόμπος μου ανέβηκε στο λαιμό. Δεν ήξερα τι να πω. Τον έβαλα να κάτσει στην καρέκλα και του έδωσα το μωρό αγκαλιά. Στην αρχή δεν ήθελε, ούτε η θεία μου, αλλά δε θα μου άλλαζαν γνώμη. Δεκτό, δε θα άφηνα το μωρό μόνο μαζί του, όχι γιατί θα του έκανε κακό, αλλά γιατί δεν ήλεγχε τη δύναμή του. Και είχε πολλή δύναμη. Και πάνω στην αγάπη του και στα χάδια του, μπορεί άθελά του να την έβλαπτε. Παρ’ όλα αυτά, την κράτησε για ώρα αγκαλιά, ακούνητος, ακόμα και την αναπνοή του μετρούσε και της μιλούσε τρυφερά. Δεν σήκωσε καν το βλέμμα του, παρά μόνο όταν πήγα να πάρω το μωρό από τα χέρια του. Κοίταξε τη θεία μου με ένα βλέμμα ικεσίας «Μαμά, μπορούμε να έρθουμε ξανά να δούμε το μωρό;».
Αυτό ήταν. Τη λάτρεψε τη μικρή μου. Όσο ήταν μωρό τους είχαμε πάντα από κοντά, αλλά μεγαλώνοντας το «Χριστινάκι του», όπως την έλεγε, τον λάτρεψε κι εκείνη. Ήρθαν κι άλλα ανήψια, αλλά ο Πετράκης ήταν πάντα η αδυναμία της. Κι ας μάλωναν όταν έπαιζαν, κι ας τη χτυπούσε κατά λάθος πάνω στα νεύρα του, δεν μπαίναμε στη μέση. Θα τα έλυναν μόνα τους και θα συνέχιζαν. Η Χριστίνα ποτέ δεν τον είδε διαφορετικά, ποτέ δε ρώτησε «Τι έχει ο Πετράκης». Έμαθε να τον αγαπά γι αυτό που είναι. Ένα δεκάχρονο παιδί στο σώμα ενός άντρα. Οι δυο τους ακόμα έχουν ένα ιδιαίτερο δέσιμο, μία σχέση που δεν σπάει.
Ο Πετράκης έχασε και τους δυο του γονείς, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Έμεινε ολομόναχος, με μία γυναίκα να τον φροντίζει και εμάς τους υπόλοιπους να χάνουμε σιγά σιγά την επαφή μας. Τον είδαμε πριν λίγο καιρό με την κόρη μου όταν ήταν έγκυος εκείνη. Ο Πετράκης όταν την είδε έβαλε τα κλάματα, τη γνώρισε από μακριά κι ας είχε χρόνια να τη δει. Κι εκείνη έτρεξε προς τα εκείνον να τον αγκαλιάσει. Της έκανε νόημα να σταματήσει και της έδειξε τη φουσκωμένη της κοιλιά. Πλησίασε αργά. Δεν την πήρε αγκαλιά για να μην τη χτυπήσει. Της φίλησε την κοιλιά, τα χέρια και το κούτελο.΄Εκατσαν οι δυο τους και μιλούσαν για ώρες. Σαν δυο παλιοί καλοί φίλοι.
Με πήρε η κόρη μου τηλέφωνο προχτές. «Ρε μαμά, θέλω να δω τον Πετράκη. Μου ‘λειψε. Πάμε;». Την περιμένω με αγωνία να περάσει σε λίγο να με πάρει για να πάμε.
Μπορεί να είναι πενηνταενός ετών πλέον, μπορεί να κάνουμε καιρό να βρεθούμε, όμως είναι και θα είναι πάντα ο «Πετράκης» μας. Ένα υπέροχο πλάσμα με αγάπη περισσότερη από τον όγκο του να δώσει. Κι είναι ένας από εμάς. Πάντα θα είναι.