Αγόρι μου κοιμάσαι;
Έτσι όμορφα που είναι τα χεράκια σου στο πλάι, έτσι ήρεμα που σε βλέπω ξαπλωμένο, δε μπορεί παρά να κοιμάσαι.
Αγοράκι μου με τα χεράκια σου τα παχουλά που τα άπλωνες στη μανούλα σου για να σε πάρει αγκαλιά, μικρέ μου, ας είναι ο ύπνος σου γεμάτος όνειρα γλυκά .
Γεμάτος γαλήνη και ζαχαρωτά, τόσα όσα δεν πρόλαβες να χαρείς καλό μου.
Ας είναι όλα τα τέρατα μακριά σου τώρα, όλος ο πόνος και η κούραση ας φύγουν, ας εξαφανιστούν. Η αγωνία και οι σπαρακτικές φωνές, τέλος κι αυτές.
Γιατί είναι κρίμα μικρό μου, πολύ κρίμα αυτό που σου κλήρωσε η δική σου μοίρα, αυτός ο ύπνος ο παντοτινός ήρθε νωρίς για σένα καλό μου.
Μικρούλη γιε, μιας μάνας που πόνεσε για σένα και τώρα σου κρατάει το χεράκι πάνω από τα σύννεφα, ήταν άδικη η ζωή μαζί σου.
Για λίγο μόνο περπάτησες εδώ, έκλαψες για μια σοκολάτα, ζήτησες νερό και γάλα, γέλασες όταν ο πατέρας σου σου γαργαλούσε την κοιλίτσα.
Λίγη η χαρά που πρόφτασες να γευτείς, μικρό αγόρι κι όμως πολλή χαρά είχες χαρίσει στης μάνας σου την καρδιά.
Τα σκούρα σου μεγάλα μάτια, λίγα πρόλαβαν να δουν και να καταλάβουν πριν κλείσουν για πάντα. Έφυγες ρωτώντας γιατί δε μπορούσες κι εσύ να παίζεις σε μια αυλή με τα αυτοκινητάκια σου, γιατί δε μπορούσες κι εσύ να τρέχεις και να γελάς στην ακροθαλασσιά αποχαιρετώντας το καλοκαίρι.
Γι’ αυτό η άλλη μάνα, η θάλασσα σε έφερε απαλά και σε ακούμπησε στην άμμο.
Γιατί ένιωσε πώς είσαι κι εσύ μιας δόλιας γιος, παιδί μικρό.
Το κορμάκι σου το νανούρισε εκείνη για τελευταία φορά…
Σε ταξίδεψε γλυκά χωρίς να σε πληγώσει περισσότερο.
Και καθώς σε αποχαιρέτησε, έδωσε σε όλους εμάς ένα δυνατό χαστούκι μέσα στα μούτρα.
Μας μάτωσε την ψυχή.
Μας άφησε χωρίς λόγια και με σκέψεις μαύρες.
Και μας φώναξε ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά, άνθρωποι.
Μια ελπίδα μόνο μένει: η εικόνα σου να μη γίνει σύμβολο εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου πόνου, αλλά σύμβολο αφύπνισης όλων των κοιμισμένων συνειδήσεων…
Καλό σου ταξίδι μικρούλη!