Η πιο ξεκάθαρη εικόνα χαραγμένη στη μνήμη μου από την παιδική μου ηλικία, ήταν εκείνο το βράδυ.
Ήμουν 6 χρονών.
Καθόμασταν στο κρεβάτι του στενόχωρου δωματίου της αδερφής μου, τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι από τα μάτια και των τριών μας, ενώ θυμάμαι στιγμές που τα ζεστά χέρια του αδερφού μου, έκλειναν τα αυτιά μου, για να μην ακούω τις φωνές απέξω.
Σε μια στιγμή, η μητέρα μας μπήκε στο δωμάτιο.
«…Σας παρακαλώ, θέλω να με καταλάβετε. Πρέπει να χωρίσουμε. Για το καλό όλων μας…», είπε με τρεμάμενη φωνή.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πώς, αλλά βρέθηκα στο πάτωμα, να της φιλάω τα πόδια κλαίγοντας με λυγμούς και να την εκλιπαρώ να μην το κάνει.
«Σε παρακαλώ, μην τον χωρίσεις, κανένας φίλος μου δεν έχει χωρισμένους γονείς. Θα με κοροϊδεύουν όλοι στο σχολείο, σε παρακαλώ, όχι, όχι, όχι!».
Εκείνο το βράδυ, ο πατέρας μας κοιμήθηκε στο αυτοκίνητο.
Το επόμενο πρωί τη ρωτούσα συνέχεια αν θα χωρίσουν και δεν έπαψα να της υπενθυμίζω το πόσο θα με κοροϊδεύουν όλοι στο σχολείο.
Από τότε, αποφασίσαμε σαν μία πολιτισμένη οικογένεια, να κοροϊδεύουμε ο ένας τον άλλον και πάνω από όλα ο καθένας τον εαυτό του, κάτω από την ίδια στέγη.
Θυμάμαι πάρα πολλά περιστατικά, έμαθα κι άλλα τόσα που έγιναν πριν γεννηθώ και ακόμα περισσότερα, που ίσως ποτέ δεν έμαθα στην πραγματική τους διάσταση.
Οι ερωμένες του ήταν αμέτρητες. Μερικές τις ανακάλυψα μόνη μου.
Στα 12 μου, συνομίλησα με κάποια στο MSN και την ενημέρωσα για την οικογενειακή κατάσταση του φίλου της, για την οποία δεν είχε ιδέα.
Στα 14 μου, στο άνθος της εφηβείας, μου έμελλε να διαβάσω μηνύματά του πάνω στο κινητό που του είχα δανείσει.
Θυμάμαι, ήταν χειμώνας, είχε τα χέρια του κάτω από την κουβέρτα και βρισκόταν ξαπλωμένος στον καναπέ.
Δεν πρόλαβε να τα βγάλει για να προστατευθεί και το κινητό τού έσπασε τη μύτη.
Όταν το αίμα άρχισε να κυλλάει, έφυγα απ΄ το σπίτι κι έτρεχα στους δρόμους χωρίς να ξέρω πού πάω.
Ήθελα απλώς να φύγω. Ή να φύγει.
Πέρασαν πολλές μέρες που τη χιλιοπαρακαλούσα να τον διώξει. Ειρωνεία…
Η μόνη σαφής απάντηση που μας έδινε πλέον ήταν:
-Πώς να τον διώξω; Ούτε ένα αυγό δεν ξέρει να βράσει. Κι εγώ; Τί θα κάνω μόνη όταν φύγετε κι εσείς;
Γνωρίζοντας τη μητέρα μου, θα εντυπωσιαστείς από τη μάσκα δυναμισμού και αυτοπεποίθησης που φοράει.
Είναι όμως, ο πιο πονόψυχος άνθρωπος που έχω γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου.
Αρρωστημένα ευαίσθητη, δρα πάντα για τους άλλους. Όποιες και να είναι οι συνέπειες.
Κάποιες φορές, σιχαίνομαι το ότι δεν βάζει ποτέ τον εαυτό της πάνω από τους άλλους.
Έστω και αν αυτός ο άλλος, είμαι εγώ.
Σίγουρα σε μία σχέση κάνουν λάθη και οι δύο.
Σίγουρα η μητέρα μου από ένα σημείο και μετά παραιτήθηκε και σταμάτησε να προσπαθεί.
Απλώς τον προσέχει. Συνεχίζει να τον αγαπά ή έστω συνήθισε τη συμβίωση μαζί του.
Η πόρτα του δωματίου τους τα βράδια ήταν πάντα ανοιχτή, πολύ πριν γίνω 6 χρονών.
Θυμάμαι μία φορά, του έκανε έκπληξη μία εκδρομή στην Αθήνα, μετά από ένα πολύ μεγάλο καβγά.
Τον θυμάμαι κι εκείνον, που χάρηκε πολύ.
Τα κανόνισε όλα. Το πρωί με τη γυναίκα του και το βράδυ με την ερωμένη του…
Η τελευταία φορά που έμαθα κάτι, ήταν στα 18 μου όταν -πάλι από μηνύματα- ανακάλυψα ότι είχε μόλις χωρίσει με την πρώην προϊστάμενή του.
Δεν το είπα ποτέ σε κανένα.
Ήξερα ότι απλώς θα προκαλούσα ένα άσχημο κλίμα στο σπίτι για λίγες μέρες και τίποτα δεν θα άλλαζε.
Γιατί να φόρτωνα της μητέρας μου ακόμα κάτι; Ήξερε ήδη αρκετά.
Μεγάλωσα με αυτό. Έμαθα να το αντιμετωπίζω. Τις φωνές, τα κλάματα, τον πόνο, όλα.
Έμαθα να ζω με έναν πατέρα που σπάνια τον κοιτώ στα μάτια. Που συχνά νιώθω άβολα μαζί του.
Έμαθα να ζω με μια μάνα, που η καθημερινή της διάθεση είναι μελαγχολική.
Μόνο κάποιος άλλος μπορεί να της φτιάξει τη διάθεση, μόνη της ποτέ.
Το μόνο που μου μαυρίζει την καρδιά, είναι πως αυτή η γυναίκα ποτέ δεν χάρηκε τη ζωή της.
Ζούσε πάντα την ζωή κάποιου άλλου. Και πονάω, αλλά δεν ξέρω πώς να τη βοηθήσω.
Λένε ότι μεγαλώνοντας, γίνεσαι ένας καθρέφτης που αντικατοπτρίζει τους γονείς σου.
Εύχομαι εγώ να μάθω να αγαπώ πραγματικά τους άλλους, αλλά περισσότερο τον εαυτό μου.
Να μην προδώσω ποτέ κάποιον που έχει να μου δώσει πολλά.
Και να μη γίνω ποτέ συγκαταβατική για χάρη των παιδιών, που στην ουσία θα καταλαβαίνουν πολλά περισσότερα από μένα.
Δεν τον μισώ εκείνον, ούτε τον απεχθάνομαι. Μου έδωσε ζωή.
Με στήριξε σε πολλά. Τα πλείστα όμως ξεπληρώνονται με μια χρηματική επιταγή.
Τη μητέρα μου τη λατρεύω και της χρωστώ όλο μου το είναι.
Της χρωστώ όλα εκείνα τα χατίρια που μου έκανε.
Ένα όμως δεν της συγχωρώ: που δεν ήθελε να μου χαλάσει το χατίρι, εκείνο το βράδυ στα 6 μου…