Ειμαι μία επίδοξη παραμυθού που γράφω ιστορίες για παιδάκια και μαμάδες .
Τα πρόσωπα και τα ζαρζαβατικά ειναι μοναδικά και υπαρκτά οπότε οποιαδήποτε ομοιότητα με αλλα προσωπα και ζαρζαβατικά ειναι αδύνατη.
Το παραμυθι λεγεται Η μαγεια της γιαγιας και θα ηθελα την γνωμη σας!
Μαμά ΌΛΓΑ
Μια φορά και έναν καιρό.Σε ένα μικρό διαμερισματάκι κάπου σε μια γωνιά της μεγάλης πόλης κατοικούσε η γιαγιά Αρετή. Η γιαγιά Αρετή ήταν μικροκαμωμένη με μια ζωηράδα ασυνήθιστη για την ηλικία της. Δυό γαλάζιες πονηρές χάντρες στη θέση των ματιών σκάναραν τα πάντα γύρω της. Η γιαγιά ήταν πάντα καθαρή και περιποιημένη το ίδιο και το σπίτι της,όλα τα πράγματα είχαν τη θέση τους.Τα ντουλάπια της γιαγιάς ήταν πάντα γεμάτα με λιχουδιές, μαρμελάδες γλυκά του κουταλιού,λικέρ, σύκα ξερά και ένα σωρό άλλα όλα φτιαγμένα από τα χεράκια της.
Το σπίτι της γιαγιάς έκρυβε ένα μυστικό, μια μαγεία .Όλα τα πράγματα, από τις ηλεκτρικές συσκευές, τα φρούτα και τα ζαρζαβατικά μέχρι τις κουρτίνες, τις αράχνες και τα χαλιά,
είχαν όλες τις αισθήσεις των ανθρώπων. Καλά ακούσατε μπορούσαν να μιλήσουν, να γελάσουν ακόμα ακόμα και να χορέψουν. Επειδή η γιαγιά Αρετή τα αγαπούσε πολύ μπορούσε
να επικοινωνεί μαζί τους .Τα παρηγορούσε και τα κανάκευε σαν μικρά παιδιά, αν καμμιά φορά χρειαζόταν τα μάλωνε κιόλας. Μπορούσε να ζήσει την μαγεία και όποιος άλλος έτρεφε τα ίδια συναισθήματα με τη γιαγιά.
Εκείνο το πρωί η γιαγιά μπήκε στην κουζίνα να φτιάξει το πρωινό της. Καθώς έτρωγε τα δημητριακά με το γάλα της αφουγκράστηκε κάποιον να κλαίει. Στην αρχή νόμιζε ό,τι ήταν ιδέα της, αλλά το κλάμα συνεχίστηκε και τότε πρόσεξε στο πανέρι πάνω στο τραπέζι μια κατακόκκινη ζουμερή ντομάτα να κλαίει με αναφυλιτά, τόσο που κόντευε να ξεριζωθεί το πράσινο κοτσανάκι που είχε στο στρουμπουλό κεφαλάκι της.Η γιαγιά χωρίς να δείξει την παραμικρή έκπληξη τη ρώτησε – Τι έχεις γλυκιά μου και κλαις;
– Άχ γιαγιά! Μπορείς να μ’ ακούσεις! Αναφώνησε έκπληκτη η ντομάτα που την άκουγε η γιαγιά.
– Βέβαια μπορώ, γι΄αυτό σκούπισε τα κόκκινα ματάκια σου και σαν ώριμη ντομάτα πες μου γιατί κλαίς; Την ρώτησε γλυκά η γιαγιά.
Η ντομάτα αφού εσκούπισε τα ματάκια της με την ανάστροφη της παλάμης της λέει στη γιαγιά – Το πρωί που κοιμόμουν στο τελάρο του μανάβη είδα έναν τρομερό εφιάλτη.
– Λοιπόν! Την παρότρυνε η γιαγιά περιμένοντας όλο ενδιαφέρον τι είχε να της πει.
– Ονειρέυτηκα ότι ήμουνα σε ένα εργαστήριο για πειράματα γιατί ήμουνα η τελευταία ντομάτα που είχε γεννηθεί σε μποστάνι , χωρίς φυτοφάρμακα. Ενώ ετοιμαζόταν ένας κύριος με
άσπρη ρόμπα να μου ρουφήξει χυμό με μια τεράστια σύριγγα, άφησε για λίγο το τζάμι ανοιχτό. Τότε βρήκα ευκαιρία και το έσκασα . Τσούλησα σαν τρελή στο δρόμο και στα πεζορόμιαπροσπαθόντας να μην με ζουλήξουν οι πεζοί ή να με πολτοποιήσει κάποιο αυτοκίνητο. ( Άρχισε πάλι να σιγοκλαίει. Κατά βάθος είχε παραμείνει πράσινη ντομάτα διαπίστωσε η γιαγιά.) Ψάχνοντας μάταια να βρώ ένα πάγκο σε κάποια λαική για να ξαπλώσω ή ένα μανάβικο να εφημερέυει για να τρυπώσω και να σωθώ. Δεν υπήρχε τίποτα.
Ούτε καν ένα σουφρωμένο αγγουράκι στα σκουπίδια δεν βρήκα, ούτε κανένα μποστάνι- μαιευτήριο να ξαποστάσω. Ενώ περιπλανιόμουνα είχα την αγωνία ότι πίσω μου ερχόταν
να με πιάσει ο κύριος από το εργαστήριο. Την στιγμή που πήγαινε να με πατήσει κάποιος ξύπνησα.
– Δεν χρειάζεται να στεναχωριέσαι, όνειρο ήταν που πέρασε. Την καθησύχασε η γιαγιά που την άκουγε προσεκτικά όλη αυτή την ώρα και η φωνή της ακούστηκε σαν βάλσαμο.
– Γιαγιά θα πάψουν οι άνθρωποι να καλλιεργούν μποστάνια; Ρώτησε η ντομάτα.
– Και βέβαια όχι, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς εσάς τα λαχανικά, τα φρούτα και τα όσπρια. Της είπε σοβαρά η γιαγιά.
– Κι άν τα φτιάχνουν στα εργαστήρια; Συνέχισε να ρωτάει η ντομάτα.
– Αυτά που φτιάχνουν στα εργαστήρια είναι όμορφα, ζουμερά και τραγανά όταν τα αγοράζεις, μα σαν θα μείνουν καμμιά δυό μέρες στο καφάσι γίνονται σαν ξεφούσκωτα μπαλόνια
χώρια που μπορεί να αρρωστήσουμε τρώγοντας τα. Είναι σαν το μήλο που έδωσε στη Χιονάτη η μητριά της. Αυτό που με ρωτάς δεν θα γίνει ποτέ σε διαβεβαιώ. Της απάντησε η γιαγιά με τρόπο που δεν σήκωνε άλλη αμφισβήτηση. Άντε τώρα σκέψου κάτι που σε ευχαριστεί να φτιάξει η διάθεση σου. Τι σου αρέσει πάρα πολύ; Την ενθάρρυνε η γιαγιά.
Άχ γιαγιάκα μ΄αρέσει να παίζω στη μεγάλη γαβάθα με τους φίλους μου, το αγγούρι και την πράσινη πιπεριά. Να πετάμε ο ένας στον άλλο ρίγανη φρεσκοτριμμένη. Να πλατσουρίζουμε στο ελαιόλαδο, να κρυβόμαστε κάτω από τη φέτα και να γλυστράμε πάνω στις μάυρες χοντροελιές. Άμα είναι εκεί και ο φίλος το κρεμμύδι, τότε να δεις πλάκα , γιατί είναι έξυπνος
και σπιρτώζος, μας κάνει να κλαίμε από τα γέλια. Η γιαγιά γέλασε ευχαριστημένη , καθώς σηκώθηκε να φύγει από την κουζίνα, έχοντας καταφέρει να φτιάξει τη διάθεση της ντομάτας
την άφησε πίσω να ονειροπολεί……….
Άχ γιαγιάκα, είναι ωραία το κσλοκαίρι που έρχεται η φίλη μας γλιστρίδα, διακοπές στη μεγάλη γαβάθα. Το παιχνίδι μας δεν έχει τελειωμό. Τα πιρούνια χορέυουν ασταμάτητα.Το μαλακό ψωμί κάνει μακροβούτια στο ελαιόλαδο, αλλά δεν είναι καλός κολυμβητής , συνέχεια παπαριάζει στο βυθό, ο ξάδελφος του το παξιμάδι τα καταφέρνει καλύτερα.Ήταν τόσο
χαρούμενη η ντομάτα που συνέχισε την ονειροποληση της στη χωριάτικη σαλάτα, χωρίς να προσέξει ότι η γιαγιά δεν ήταν πια στην κουζίνα.
Αργότερα η γιαγιά μπήκε στην κουζίνα να πιεί τα χάπια της μα επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ο γιός της είχε αφήσει στο τραπέζι επάνω μια τσάντα με τσακώνικες μελιτζάνες.
Όταν ξαναμπήκε η γιαγιά στην κουζίνα για να ετοιμάσει το μεσημέριανο φαγητό αναγκάστηκε να τις μαλώσει γιατί έκαναν πολύ φασαρία.- Τι έχετε και μαλώνετε; Οι φωνές σας ακούγονται μέχρι έξω.
– Η αδιρφί μι απού δω μι σπρωχν’ς. Είπε η μελιτζάνα με βλάχικη προφορά.
– Αυτή μι σπρώχν’ γιαγιά ήρθη στην πόλη κι νουμίζ’ ότι είνι βεντέτ’. Κόντιψει να μι τσακίσ’ το κουτσάν’. Την διέκοψε η αδελφή της που είχε μπλεχτεί στο χέρι της σακούλας του σούπερ μάρκετ.
Η γιαγιά τις έβγαλε από την σακούλα και τις ακούμπησε πάνω στο τραπέζι.
– Τι θα μας καν’ς γιαγιά; Ρώτησαν όλες μαζί με μια φωνή όλο αγωνία για την τύχη τους.
– Πρώτα θα σας ξεπικρίσω και μετά βλέπουμε. Είπε μαλακά η γιαγιά.
– Μα ιμείς δεν είμαστι πικρές. Η Θύμιους στου χουριώ μας πρόσεχ’ πουλί,είμαστι ούλου γλύκα κι’ δεν έχουμι ούτι σπόρια, ούτι ζάρις. Μας φύτεψ’ μαζί μι αθάνατου βασσ’λικό
κι μουσχουβουλάμι. Είπε μια μελιτζάνα θιγμένη στη γιαγιά.
– Πράγματι είστε πολύ όμορφες, η μακρυά λαμέ μελιτζανί φορεσιά σας αναικνύει τη λυγερόκορμη σιλουέτα σας και τα πράσινα ναζιάρικα καπελάκια σας είναι επίσης πολύ κομψά
Σαν γοργόνες της στεριάς
– Αυτoύ τού ξέρουμε. Δεν μας είπις όμως τι θα μας κάμ’ς;
Ξαναρώτησε η μελιτζάνα.
– Θα σας κάνω στάρ. Είπε γελόντας η γιαγιά και βγήκε απ΄την κουζίνα.
Στο πάνω ράφι της φρουτιέρας ήταν στριμωγμένα τα πρώτα ξαδέλφια, τα κρεμμύδια με τα σκόρδα.
– Ξάδελφε ζεσταίνεσαι και έβγαλες το σακάκι σου; Ρώτησε κοροιδευτικά ένα σκόρδο το κρεμμύδι.
– Όχι άμα ξεραθεί το πετάω, για να φαίνεται το από μέσα που είναι πάντα καινούργιο. Απάντησε κλαψουρίζοντας το κρεμμύδι.
– Είσαι πολύ κλαψιάρης αδελφέ μου, κουβέντα δεν σηκώνεις με το παραμικρό βάζεις τα κλάματα. Του είπε υποτιμητικά το σκόρδο.
– Για δες ποιός μιλάει, αυτός που όταν ανασάνει βρωμοκοπάει ολόκληρος. Αν με ξαναπειράξεις θα το πω στη γιαγιά και είδες τι έκανε στην αράχνη και στα κουβάρια της που δεν άκουγε τι …..Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, η γιαγιά πήρε το σκόρδο και μερικά κρεμμύδια, τα ακούμπησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, διακόπτοντας τη λογομαχία τους. Έβγαλε από το ψυγείο ένα κεφάλι τυρί, έκοψε 12 μακρόστενα μπαστουνάκια όσα και οι μελιτζάνες. Πλησιάζει τότε ένα μπαστουνάκι τυρί τη γιαγιά και την ρωτάει με βαριά κρητική προφορά: – Ήντα κάνεις γιαγιά; κατέχεις ποιός είμαι εγώ;
– Βέβαια ξέρω, είσαι κεφαλογραβιέρα και σε έστειλε η νύφη μου από την Κρήτη.
– Και ξέρεις ήντα ήρθα να κάμω εγώ επαέ; Ήρθα να παντρευτώ. Έιμαι και καλό κοπέλι και λεβέντης. Κατέχεις καμμιά καλή κοπελιά; Καθώς έκανε απανωτές ερωτοαπαντήσεις έριξε κι ένα σάλτο για να δει η γιαγιά πως είναι παλικάρι.
– Έτοιμη στην έχω. Του είπε η γιαγιά και του έδειξε τις μελιτζάνες.
Ο κρητικός αναφώνησε πο! πο! Καθώς κατευθύνοταν προς το μέρος τους.
Η γιαγιά έπλεινε τις ντομάτες κάτω από το τρεχούμενο νερό. Καθάρισε 12 σκελίδια σκόρδο και καθώς καθαρίζε τα κρεμμύδια άκουσε ένα κρεμμύδι να της λέει ψιθυριστά: Γιαγιά για να μην κλαίς όταν με καθαρίζεις άκου ένα μυστικό, πρώτα θα βγάζεις τα σακάκια μου και τελευταίο θα κόβεις το κοτσάνι μου.
– Σε ευχαριστώ καλό μου παιδί. Του είπε η γιαγιά και τεντώθηκε να κόψει λίγο μαιντανό από την γλάστρα που είχε στο περβάζι. Πλησίασε στο τραπέζι για να συνεχίσει την προετοιμασία για το φαγητό και τότε παρατήρησε το μπαστουνάκι το τυρί που προηγουμένως ήταν ιδιαίτερα ομιλητικό να κάθεται στην άκρη του τραπεζιού χώρις να βγάζει λαλιά.
– Ε κρητικέ τι έχεις και δεν μιλάς; Σου αρέσαν οι κοπελιές Τον ρώτησε η γιαγιά μεταξύ αστεία και σοβαρά.
– Όμορφες είναι οι κοπελιές μα κάλιω να μην μιλούνε γιατί άμα ανοίξουνε το στόμα τους δεν καταλαβαίνεις ήντα λένε. Απάντησε το τυρί ελαφρά προβληματισμένο.
Έπιασε η γιαγιά προσεκτικά μια μια τις μελιτζάνες αφαίρεσε το καπέλο τους και αφού τις έπλεινε, τις ξάπλωσε μέσα στο σουρωτό να στραγγίξουν τα νερά από τα φουστάνια τους. Σε μια βαθιά λεκάνη έκοβε η γιαγιά τις ντομάτες μικρά κυβάκια όταν έπιασε την πρωινή φίλη της. – Βλέπω είσαι καλύτερα από το πρωί. Της είπε η γιαγιά.
– Είμαι ενθουσιασμένη γιατί θα γνωρίσω καινούργιους φίλους. Φώναξε κατενθουσιασμένη η ντομάτα.
– Όχι μόνο θα ταξιδέψεις κιόλας και με τηγάνι και με ταψί , γι’ αυτό πάρε λίγη ζάχαρη μη σε ξινίσει το ταξίδι. Της είπε η γιαγιά και την πασπάλισε με λίγη ζαχαρίτσα
– Η ντομάτα χαρούμενη πιτσίλισε την γιαγιά στο μάγουλο με λίγο από το χυμό της για να την
ευχαριστήσει για την στοργή που της έδειξε, όσο ήταν στο σπίτι της. Στο ίδιο βαθύ μπολ που έκοψε τη ντομάτα η γιαγιά, ψιλόκοψε τον μαιντανό, ζαλισμένος όπως ήταν δεν έβγαλε λέξη, μονάχα μοσχομύριζε, έκοψε τα κρεμμύδια μικρά μισοφέγγαρα, αλατοπιπέρωσε τη γέμιση και την άφησε σε μια άκρη.
Έπιασε μια μελιτζάνα όρθια στο χέρι της και περιμετρικά την χάραξε από πάνω μέχρι κάτω τρείς φορές. Στριγγλιές από το τραπέζι έκαναν την γιαγιά να γυρίσει να κοιτάξει και τι να δει μια μελιτζάνα ορίοταν:
– Ουρ’ παλιόγρια την αδιλφή μι, μπουρί να μαλούναμι όχι να τη σφάξ’ς ομ’ς.
– Βλέπω ο θύμιος από ομορφιά σας έδωσε αλλά από τρόπους τίποτα. Δεν τη σφάζω παιδί μου, την ετοιμάζω για να την στολίσω για το χορό. Δεν σας είπα ό,τι θα σας κάνω σταρ. Την καθησύχασε η γιαγιά και συνέχισε να κάνει το ίδιο στην επόμενη μελιτζάνα.
– Τούτ’ αλάζ’ του πράμα. Σταμάτησε να διαμαρτύρεται η μελιτζάνα και περίμενε να έρθει η σειρά της.
Πήρε η γιαγιά ένα σκελίδι σκόρδο και το έκρυψε μέσα στο κεφάλι της μελιτζάνας περνόντας το μέσα από τις σκισμές. Έπιασε ένα μπαστουνάκι τυρί και καθως προσπαθούσε να το βάλει μέσα στην καρδιά της μελιτζάνας άκουσε το τυρί να ρώτάει: – Που με πας γιαγιά;
– Παντρειά δεν ήθελες; στην καρδιά της κοπελιάς θα σε βάλω. Τον καθησυχασε.
– Μα δεν τήνε θέλω, αρέσει μου δε λέω μα δεν μπορώ να τήνε συννενοηθώ. Έλεγε καθώς αντιστεκόταν να κάτσει στο κέντρο της μελιτζάνας.
– Θα δεις είναι γλυκειά και τρυφερή, χορευόντας μαζί της στο τηγάνι και στο ταψί θα την συνηθίσεις. Του είπε η γιαγιά και δεν άφησε τον κρητικό να ξανακουνήσει από τη θέση του. Της άρεσε της κυρά Αρετής να παντρέυει διαφορετικές γέυσεις.
Αφού έβαλε στις μελιτζάνες το σκόρδο και το τυρί, τους στόλισε και την γέμιση στις τσέπες που τους είχε κόψει, τις έσφιξε δυνατά, τις ξάπλωσε στη σειρά σε ένα ταψί, όπου θα περίμεναν τη σειρά τους για να κάνουν πρόβα στο τηγάνι για το χορό που θα ακολουθούσε στο φούρνο.
Τις άφησε η γιαγιά ώσπου να βάλει ελαιόλαδο στο τηγάνι, μόλις ζεστάθηκε, δεν το άφησε να κάψει έριχνε μια μια τις μελιτζάνες,τις έφερε δυο στροφές, ίσα να τσουρουφληστούν τα φουστάνια τους.
Όταν τις τηγάνησε ελαφρά, γιατί οι μελιτζάνες είναι σαν τους μπεκρήδες, ρουφούν όλο το καυτό λάδι λες κι είναι κρασί, τις ξαναξάπλωσε πίσω στη θέση τους, λούζοντας τις με τη γέμιση που ξέφυγε από τις τσέπες τους καθώς και με μπόλικο ελαιόλαδο, έτοιμες για το φούρνο.
Η γιαγιά τις καμάρωσε και τις στάυρωσε.
Όλες μαζί οι μελιτζάνες είπαν ευχαριστώ στη γιαγιά ενώ βαθιά μέσα τους ήξεραν ό,τι θα την ευχαριστούσαν αργότερα………
Η κοφτή κάτασπρη ροτόντα, καμάρωνε στην τραπεζαρία σαν μπαλαρίνα, αν και τα είχε τα χρονάκια της, μια ηλικία ήταν με την γιαγιά, αλλά ο χρόνος δεν είχε αφήσει ούτε μια κιτρινίλα πάνω της.
Στο στρωμένο τραπέζι κάθονταν η γιαγιά με το γιο της τον Χάρη, την εγγονή της την Γιάννα και τα δυο δισεγγονάκια της, τον Γιωργάκι και την Κωνσταντίνα.
– Γιαγιά Αρετή το ξέρεις ό,τι μου μίλησε μια μελιτζάνα στα χωριάτικα και μου είπε να τη φάω αλλιώς θα με δαγκώσει! Αναφώνησε ο Γιωργάκης έκπληκτος
– Και εγώ την άκουσα! Επιβεβαίωσε η Κωνσταντίνα.
Η γιαγιά Αρετή χαμογέλασε πονηρά στα εγγόνακια της.
Ήταν τόσο καλά που δεν είχε λόγο να μην τα πιστέψει. Ο θείος γέλασε κι αυτός με τη σειρά του.
– Το ιμάμ μπαιλντί της γιαγιάς είναι πεντανόστιμο γι’ αυτό φάτε το γρήγορα. Είπε η μαμά τους με τρόπο που δεν σήκωνε αντίρρηση.